- τερμόνιον
- τερμόνιοςat the world's endmasc acc sgτερμόνιοςat the world's endneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερμόνιος — ία, ον, Α [τέρμων, ονος] αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο τής γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek